μουστερής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μουστερής < (άμεσο δάνειο) τουρκική müşteri < αραβική مشتري (muştarī)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουστερής αρσενικό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως μόνο σε φράσεις λιανοπωλητών όπως το: (έχω) (φρέσκο) πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει