μουστόγρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /muˈsto.ɣɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐στό‐γρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουστόγρια θηλυκό
- (χλευαστικό) γριά πολύ γερασμένη, ζαρωμένη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουστόγρια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χλευαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)