μουτσουνάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουτσουνάρα οι μουτσουνάρες
      γενική της μουτσουνάρας
    αιτιατική τη μουτσουνάρα τις μουτσουνάρες
     κλητική μουτσουνάρα μουτσουνάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουτσουνάρα < μουτσούν(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουτσουνάρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]