μουφτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουφτής < (άμεσο δάνειο) τουρκική müftü < αραβική مفت (muftin)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /muˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μου‐φτής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουφτής αρσενικό
- (ισλαμισμός, επάγγελμα) ιερατικός βαθμός του Ισλάμ (ειδικότερα του σουνιτικού κλάδου), ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ερμηνεία και την απόδοση των νόμων και των κανόνων του Κορανίου
- ※ Απειλές εναντίον της ζωής του αλλά και της οικογένειάς του αντιμετωπίζει ο αρχισυντάκτης μιας μαροκινής εφημερίδας, επειδή τόλμησε να κάνει δηλώσεις υπέρ των προγαμιαίων σχέσεων κατά τη διάρκεια ζωντανής εκπομπής σε τοπικό τηλεοπτικό δίκτυο. «Αμέσως μετά τις δηλώσεις μου ένας μουφτής στην Ούτζντα εξέδωσε φετφά για τη δολοφονία μου», δηλώνει ο δημοσιογράφος Μοκτάρ ελ – Γκζιούι. (εφ. Το Βήμα, 09.08.2012)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μουφτής στη Βικιπαίδεια
- φετφάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ισλαμισμός (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)