μου κάνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μου κάνει < αντωνυμία μου, σου, του & κάνει, τρίτο πρόσωπο ενικού του κάνω

Έκφραση[επεξεργασία]

μου κάνει

  • μου ταιριάζει (σαν ρούχο)
    Εβαλα τρία κιλα και το καφέ παντελόνι δεν μου κάνει πια
  • (μεταφορικά) μου ταιριάζει ως προσωπικότητα, ως συντροφιά
    κάποιοι μπορεί να τον θεωρούν βαρετό, αλλά εμένα μου κάνει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]