μου κάνει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
μου κάνει
- μου ταιριάζει (σαν ρούχο)
- Εβαλα τρία κιλα και το καφέ παντελόνι δεν μου κάνει πια
- (μεταφορικά) μου ταιριάζει ως προσωπικότητα, ως συντροφιά
- κάποιοι μπορεί να τον θεωρούν βαρετό, αλλά εμένα μου κάνει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μου κάνει
|