μου τη δίνει
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μου τη δίνει < δίνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /mu ti ˈði.ni/
Έκφραση
[επεξεργασία]μου τη δίνει
- με εκνευρίζει, με τσατίζει (μιλώντας για κάποιον ή κάτι)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- με βγάζει απ' τα ρούχα μου
- με κάνει έξω φρενών
- με κάνει θηρίο
- με κάνει μπαλόνι
- με κάνει μπαρούτι
- με κάνει πυρ και μανία
- με κάνει Τούρκο
- με χτυπάει στα νεύρα
- μου ανάβει τα αίματα
- μου ανάβει τα λαμπάκια
- μου ανεβάζει την πίεση
- μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι
- μου δίνει στα νεύρα
- μου τη σπάει
- βαράω μπιέλα