μοχθηρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοχθηρός < αρχαία ελληνική μοχθηρός
Επίθετο[επεξεργασία]
μοχθηρός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | μοχθηρός | μοχθηρά | μοχθηρόν | μοχθηροί | μοχθηραί | μοχθηρά |
Γενική | μοχθηροῦ | μοχθηρᾶς | μοχθηροῦ | μοχθηρῶν | μοχθηρῶν | μοχθηρῶν |
Δοτική | μοχθηρῷ | μοχθηρᾷ | μοχθηρῷ | μοχθηροῖς | μοχθηραῖς | μοχθηροῖς |
Αιτιατική | μοχθηρόν | μοχθηράν | μοχθηρόν | μοχθηρούς | μοχθηράς | μοχθηρά |
Κλητική | μοχθηρέ | μοχθηρά | μοχθηρόν | μοχθηροί | μοχθηραί | μοχθηρά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μοχθηρώ | μοχθηρά | ||||
Γενική-Δοτική | μοχθηροῖν | μοχθηραῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοχθηρός < μοχθέω < μόχθος (κόπος, ταλαιπωρία)
Επίθετο[επεξεργασία]
μοχθηρός, -ά, -όν
- κακοπαθημένος, άθλιος, ελεεινός
- που μοχθεί (επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός)
- άσχημος
- κακός, πανούργος