μούλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μουλός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μούλος οι μούλοι
      γενική του μούλου των μούλων
    αιτιατική τον μούλο τους μούλους
     κλητική μούλε μούλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μούλος < ιταλική mulo + [1] < λατινική mulus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μού‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μούλος αρσενικό (θηλυκό μούλα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]