μούρλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μούρλα | οι | μούρλες |
γενική | της | μούρλας | — | |
αιτιατική | τη | μούρλα | τις | μούρλες |
κλητική | μούρλα | μούρλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μούρλα < μουρλ(ός) + κατάληξη θηλυκού -α (αναδρομικός σχηματισμός) < βενετικά murlo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μούρλα θηλυκό
- η ιδιότητα και η σχετική ασύνετη και ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του μουρλού
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μουρλός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)