μούσκεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μούσκεμα < από το ρήμα μουσκεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μούσκεμα ουδέτερο
- η τοποθέτηση ρούχων σε νερό ώστε να μουλιάσουν
- (οικείο) μεθυσμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις μούσκιο και μεθυσμένος
|}
Επίρρημα[επεξεργασία]
μούσκεμα
- που έχει βραχεί πολύ
- με αυτή τη ζέστη γίνεσαι μούσκεμα στον ιδρώτα
- δεν έβαλες καλά την πάνα και το μωρό είναι μούσκεμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα κάνω μούσκεμα: λέγεται όταν κάποιος αποτυγχάνει ή δημιουργεί μπερδεμένες καταστάσεις (κυρίως λόγω κακών χειρισμών)
- πήγα να διορθώσω την κατάσταση αλλά τελικά τα έκανα μούσκεμα