μούσκεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μούσκεμα τα μουσκέματα
      γενική του μουσκέματος των μουσκεμάτων
    αιτιατική το μούσκεμα τα μουσκέματα
     κλητική μούσκεμα μουσκέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μούσκεμα < μουσκεύω + -μα < μεσαιωνική ελληνική μουσκεύω[1] / μοσκεύω[2] < ελληνιστική κοινή μοσχεύω < μόσχος (βλαστάρι) < αρχαία ελληνική μόσχος (μοσχάρι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μούσκεμα ουδέτερο

  1. η τοποθέτηση ρούχων σε νερό ώστε να μουλιάσουν
    είναι απαραίτητο το μούσκεμα των ρούχων πριν το πλύσιμο στο χέρι
    άλλες μορφές: μούσκιο
  2. (οικείο) μεθυσμένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μούσκεμα

  1. που έχει βραχεί πολύ
    με αυτή τη ζέστη γίνεσαι μούσκεμα στον ιδρώτα
    δεν έβαλες καλά την πάνα και το μωρό είναι μούσκεμα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • τα κάνω μούσκεμα: λέγεται όταν κάποιος αποτυγχάνει ή δημιουργεί μπερδεμένες καταστάσεις (κυρίως λόγω κακών χειρισμών)
    πήγα να διορθώσω την κατάσταση αλλά τελικά τα έκανα μούσκεμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. μουσκεύω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. μοσκεύω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)