μούσκλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μούσκλο | τα | μούσκλα |
γενική | του | μούσκλου | των | μούσκλων |
αιτιατική | το | μούσκλο | τα | μούσκλα |
κλητική | μούσκλο | μούσκλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μούσκλο ουδέτερο
- άλλη μορφή του μούσκλι
- Θαύμαζα την επιτηδειότητα του Βασίλη. Μέσα στο πανέρι, στο βάθος, είχε κάνει ένα στρώμα με μούσκλο ξερό, όπου έμπηγε ένα - ένα τα τριαντάφυλλα. Κι αυτά στέκουνταν όρθια, μονάχα τους, σα να είχαν ποδάρια. (Πηνελόπη Δέλτα, Μάγκας/Κεφάλαιο Θ)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μούσκλο
|