μούστακος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μούστακος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μούστακος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μούστακος αρσενικό

  • το εντυπωσιακό μουστάκι, σαν να έχει δική του υπόσταση και μάλιστα αρσενική



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μούστακος < μουστάκ(ιν) + -ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μούστακος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]