μούστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μούστος | οι | μούστοι |
γενική | του | μούστου | των | μούστων |
αιτιατική | τον | μούστο | τους | μούστους |
κλητική | μούστε | μούστοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μούστος < ελληνιστική κοινή μοῦστος < λατινική «vinum mustum» (νέο κρασί) < mustus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mus- / *mews-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmu.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐στος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μούστος αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- μουσταλευριά
- μουστόπιτα
- μούστωμα
- μουστωμένος
- μουστώνω
- → δείτε τη λέξη μουστάρδα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- μούστος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)