μούστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μούστος | οι | μούστοι |
γενική | του | μούστου | των | μούστων |
αιτιατική | τον | μούστο | τους | μούστους |
κλητική | μούστε | μούστοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μούστος < ελληνιστική κοινή μοῦστος < λατινική «vinum mustum» (νέο κρασί)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μούστος αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μούστος στη Βικιπαίδεια