μούφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μούφα | οι | μούφες |
γενική | της | μούφας | — | |
αιτιατική | τη | μούφα | τις | μούφες |
κλητική | μούφα | μούφες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μούφα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μούφα θηλυκό
- υδραυλικό σωληνοειδές εξάρτημα το οποίο περιέχει, εσωτερικά, και στα δύο άκρα βόλτες και χρησιμοποιείται για να ενώσει δύο σωλήνες που περιέχουν εξωτερικές βόλτες στα άκρα τους
- (μεταφορικά) το ψέμα, το παραμύθι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μούφα
|