μούφα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

μεταλλική μούφα (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούφα οι μούφες
      γενική της μούφας
    αιτιατική τη μούφα τις μούφες
     κλητική μούφα μούφες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μούφα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μούφα θηλυκό

  1. υδραυλικό σωληνοειδές εξάρτημα το οποίο περιέχει, εσωτερικά, και στα δύο άκρα βόλτες και χρησιμοποιείται για να ενώσει δύο σωλήνες που περιέχουν εξωτερικές βόλτες στα άκρα τους
  2. (μεταφορικά) το ψέμα, το παραμύθι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]