μπάζω νερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈba.zo neˈɾa/
Έκφραση[επεξεργασία]
μπάζω νερά
- πλημμυρίζω με νερό
- η βάρκα έμπασε νερά και κοντέψαμε να πνιγούμε
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπάζω νερά
|