μπάμια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπάμια οι μπάμιες
      γενική της μπάμιας
    αιτιατική την μπάμια τις μπάμιες
     κλητική μπάμια μπάμιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λεπτομέρεια από το φυτό της μπάμιας
φρεσκοκομμένες μπάμιες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπάμια < (άμεσο δάνειο) τουρκική bamya < οθωμανική τουρκική بامیه (bamye) < αραβική بامية (bāmiyā)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈba.mɲa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπάμια θηλυκό

  1. (φυτό) (Abelmoschus esculentus) ποώδες ετήσιο φυτό με κίτρινα άνθη, του οποίου ο καρπός (5-15 εκατοστά) έχει χνουδωτή επιφάνεια, κωνικό σχήμα με ραβδώσεις κατά μήκος και πολλά σπέρματα στο εσωτερικό του με βλεννώδη υφή
  2. ο καρπός του παραπάνω φυτού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]