μπάμια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπάμια | οι | μπάμιες |
γενική | της | μπάμιας | — | |
αιτιατική | την | μπάμια | τις | μπάμιες |
κλητική | μπάμια | μπάμιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπάμια < (άμεσο δάνειο) τουρκική bamya < οθωμανική τουρκική بامیه (bamye) < αραβική بامية (bāmiyā)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπάμια θηλυκό
- (φυτό) (Abelmoschus esculentus) ποώδες ετήσιο φυτό με κίτρινα άνθη, του οποίου ο καρπός (5-15 εκατοστά) έχει χνουδωτή επιφάνεια, κωνικό σχήμα με ραβδώσεις κατά μήκος και πολλά σπέρματα στο εσωτερικό του με βλεννώδη υφή
- ο καρπός του παραπάνω φυτού
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μπάμια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπάμια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)