μπάνικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπάνικος η μπάνικη το μπάνικο
      γενική του μπάνικου της μπάνικης του μπάνικου
    αιτιατική τον μπάνικο την μπάνικη το μπάνικο
     κλητική μπάνικε μπάνικη μπάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπάνικοι οι μπάνικες τα μπάνικα
      γενική των μπάνικων των μπάνικων των μπάνικων
    αιτιατική τους μπάνικους τις μπάνικες τα μπάνικα
     κλητική μπάνικοι μπάνικες μπάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπάνικος < μπανίζω + -ικος < μπάνιο < ιταλική bagno < λατινική balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον (αντιδάνειο)

Επίθετο[επεξεργασία]

μπάνικος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]