μπάρεμ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]μπάρεμ
- τουλάχιστον
- «- Βρέ! τί κάνετε σεῖς;... Θὰ σηκώσετε τὸν κόσμο στὸ ποδάρι... Μήγαρίς μας ἀφήνετε, μπάρεμ, νὰ πάρουμ' ἕνα ὕπνο ἀπ' τὶς φωνές σας;» Παπαδιαμάντης «Η φόνισσα» κεφ. Ζ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπάρεμ