Μετάβαση στο περιεχόμενο

μπάρεμ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπάρεμ < τουρκική barı και κτητ. επίθετο -im

Επίρρημα

[επεξεργασία]

μπάρεμ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]