μπάτλερ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπάτλερ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα) o προϊστάμενος του υπηρετικού προσωπικού που υπηρετεί προσωπικά τον κύριο του σπιτιού