μπέργκενοστ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

τυρί Μπέργκενοστ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπέργκενοστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική bergenost < νορβηγική bergenost < Bergen (Μπέργκεν) + ost (τυρί)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπέργκενοστ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]