μπέσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπέσα | ||
γενική | της | μπέσας | ||
αιτιατική | την | μπέσα | ||
κλητική | μπέσα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπέσα < (άμεσο δάνειο) αλβανική besa (αόριστη μορφή του besë) < πρωτοαλβανική *baitši < *baidā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeydʰ-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπέσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- λόγος τιμής που δίνεται αμοιβαία ως επιβεβαίωση φιλίας, συνεργασίας ή αλληλοβοήθειας
- (κατ’ επέκταση) εμπιστοσύνη, αξιοπιστία
- δεν έχει μπέσα (για άτομο αναξιόπιστο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μπεσαλίκι
- μπεσαλής
- μπεσαλού
- μπαμπέσης
- → δείτε τις λέξεις πείθω και πίστη (κοινή ινδοευρωπαϊκή καταγωγή)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μπέσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)