μπίνγκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπίνγκο < αγγλική bingo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπίνγκο ουδέτερο άκλιτο

  1. παιχνίδι τύχης που παίζεται αριθμούς που κληρώνονται τυχαία και οι παίκτες πρέπει να τους ταιριάξουν με τα προτυπωμένα δελτία
  2. διάνα, έκφραση που σημαίνει «το πέτυχες»

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]