μπαγαζιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαγαζιέρα | οι | μπαγαζιέρες |
γενική | της | μπαγαζιέρας | — | |
αιτιατική | την | μπαγαζιέρα | τις | μπαγαζιέρες |
κλητική | μπαγαζιέρα | μπαγαζιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαγαζιέρα < μπαγά(ζια} + -ιέρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαγαζιέρα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαγαζιέρα
|