μπαγκέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαγκέρης και μπανκέρης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο τραπεζίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαγκέρης
→ δείτε τη λέξη τραπεζίτης |