μπαζομετάλλευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαζομετάλλευμα < μπάζ(ο) + -ο- + μετάλλευμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαζομετάλλευμα ουδέτερο
- (σπάνιο) μπάζα ανάμικτα με μετάλλευμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαζομετάλλευμα
|