μπαινίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαινίτης οι μπαινίτες
      γενική του μπαινίτη των μπαινιτών
    αιτιατική τον μπαινίτη τους μπαινίτες
     κλητική μπαινίτη μπαινίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαινίτης < ονομάστηκε από τον Αμερικανό μεταλλουργό Έντγκαρ Μπαιν που τον ανακάλυψε

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαινίτης αρσενικό

  • μικρογραφική δομή του χάλυβα που προκύπτει όταν ο χάλυβας θερμανθεί σε θερμοκρασία ανώτερη από την θερμοκρασία ωστενιτοποίησης και κατόπιν ψυχθεί σε τελική θερμοκράσια κατώτερη από την θερμοκρασία σχηματισμού περλίτη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]