μπακάμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπακάμι τα μπακάμια
      γενική του μπακαμιού των μπακαμιών
    αιτιατική το μπακάμι τα μπακάμια
     κλητική μπακάμι μπακάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπακάμι < οθωμανική τουρκική بقم (bakkam) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /baˈka.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐κά‐μι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπακάμι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]