μπακαλιάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | μπακαλιάρος | μπακαλιάροι |
γενική | μπακαλιάρου | μπακαλιάρων |
αιτιατική | μπακαλιάρο | μπακαλιάρους |
κλητική | μπακαλιάρε | μπακαλιάροι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπακαλιάρος αρσενικό
- (ιχθυολογία) κοινή ονομασία του είδους ψαριού του γένους Γάδος (Gadus) της οικογένειας των γαδιδών, με μήκος περίπου 1,5 μ. και βάρος μέχρι 15 κιλά. Ψαρεύεται κυρίως στον Ατλαντικό και τη Βόρειας Θάλασσα. Από το συκώτι του παράγεται το μουρουνέλαιο.
- Παραδοσιακό έδεσμα της ημέρας του Ευαγγελισμού (...) είναι ο μπακαλιάρος και μάλιστα συνοδεία της γνωστής σκορδαλιάς. (*)
- (ιχθυολογία) κοινή ονομασία του είδους ψαριού μερλούκιος
- (μεταφορικά) πολύ αδύνατος άνθρωπος
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μπακαλιάρος στη Βικιπαίδεια