μπακαλιάρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπακαλιάρος οι μπακαλιάροι
      γενική του μπακαλιάρου των μπακαλιάρων
    αιτιατική τον μπακαλιάρο τους μπακαλιάρους
     κλητική μπακαλιάρε μπακαλιάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπακαλιάρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική baccalaro < πορτογαλική bacalhau < ολλανδική kabeljauw
παστός μπακαλιάρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπακαλιάρος αρσενικό

  1. (ψάρι) κοινή ονομασία του είδους ψαριού του γένους Γάδος (Gadus) της οικογένειας των γαδιδών, με μήκος περίπου 1,5 μ. και βάρος μέχρι 15 κιλά. Ψαρεύεται κυρίως στον Ατλαντικό και τη Βόρειας Θάλασσα. Από το συκώτι του παράγεται το μουρουνέλαιο.
    Παραδοσιακό έδεσμα της ημέρας του Ευαγγελισμού (...) είναι ο μπακαλιάρος και μάλιστα συνοδεία της γνωστής σκορδαλιάς. (*)
  2. (ψάρι) κοινή ονομασία του είδους ψαριού μερλούκιος
  3. (μεταφορικά) πολύ αδύνατος άνθρωπος

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]