μπακαλιάρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπακαλιάρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική baccalaro[1] [2] (διαλεκτικός τύπος baccaglaro[3] / baccagliaro[1] [4] σύγχρονα ιταλικά baccalà) < πορτογαλική bacalhau < ολλανδική bakaljauw / kabeljauw[3] < …
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ba.kaˈʎa.ros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐κα‐λιά‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπακαλιάρος αρσενικό
- (ψάρι) κοινή ονομασία του είδους ψαριού του γένους Γάδος (Gadus) της οικογένειας των Γαδιδών, με μήκος περίπου 1,5 μ. και βάρος μέχρι 15 κιλά. Ψαρεύεται κυρίως στον Ατλαντικό και τη Βόρεια Θάλασσα. Από το συκώτι του παράγεται το μουρουνέλαιο.
- ※ Παραδοσιακό έδεσμα της ημέρας του Ευαγγελισμού (...) είναι ο μπακαλιάρος και μάλιστα συνοδεία της γνωστής σκορδαλιάς. (@tovima.gr)
- (ψάρι) κοινή ονομασία του είδους ψαριού μερλούκιος
- (μεταφορικά) πολύ αδύνατος άνθρωπος
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπακαλιάρος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 μπακαλιάρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ baccalà - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μπακαλιάρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Σχετίζεται με τον τρόπο κοπής και ξήρανσης του μπακαλιάρου με ξύλινα ραβδιά.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ολλανδικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)