μπακαλιαράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπακαλιαράκι | τα | μπακαλιαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπακαλιαράκι | τα | μπακαλιαράκια |
κλητική | μπακαλιαράκι | μπακαλιαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπακαλιαράκι < μπακαλιάρος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπακαλιαράκι ουδέτερο
- (ψάρι) υποκοριστικό του μπακαλιάρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπακαλιάρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)