μπακαλόπαιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπακαλόπαιδο < μπακάλ(ης) + -ο- + -παιδο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπακαλόπαιδο ουδέτερο
- νεαρός υπάλληλος ενός μπακάλικου
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπακαλόπαιδο
|