μπακογιαννικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπακογιαννικός < Μπακογιάννη ή Μπακογιάννης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μπακογιαννικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, προφορικό, πολιτική) που υποστηρίζει τη Ντόρα Μπακογιάννη ή τον Κώστα Μπακογιάννη, σχετίζεται μαζί τους ή αναφέρεται σε αυτούς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ντοράκι (μειωτικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπακογιαννικός
|