μπαλίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαλίτσα | οι | μπαλίτσες |
γενική | της | μπαλίτσας | — | |
αιτιατική | την | μπαλίτσα | τις | μπαλίτσες |
κλητική | μπαλίτσα | μπαλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαλίτσα < υποκοριστικό του μπάλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαλίτσα θηλυκό
- μικρή μπάλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπαλίτσα
|