μπαλαδόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαλαδόρος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) που παίζει καλή μπάλα, που είναι καλός στο ποδόσφαιρο
- Παίζω για την ομάδα μου, για τους φιλάθλους και για να αισθάνομαι ο ίδιος καλά» δήλωσε πρόσφατα ο θαυματουργός αργεντινός μπαλαδόρος της Μπαρτσελόνα. (εφημερίδα Το Βήμα, 28/2/2013)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαλαδόρος
|