μπαλαντέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαλαντέρ ουδέτερο άκλιτο
- τραπουλόχαρτο που χρησιμοποιείται στη θέση οποιοδήποτε άλλου, έχοντας την ικανότητα να τα υποκαθιστά
- (πληροφορική) (ανεπίσημο) το σύμβολο υποκατάστασης