μπαλτάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπαλτάς | οι | μπαλτάδες |
γενική | του | μπαλτά | των | μπαλτάδων |
αιτιατική | τον | μπαλτά | τους | μπαλτάδες |
κλητική | μπαλτά | μπαλτάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαλτάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική balta + -ς < παλαιά τουρκική baltu < πρωτοτουρκική *baltu (τσεκούρι)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπαλτάς αρσενικό
- είδος τσεκουριού (ή μαχαιριού κατά άλλους) που χρησιμοποιείται κυρίως στον τεμαχισμό κρεάτων
- (δημοτική) το τσεκούρι
- ※ […] ο ξυλοκόπος ήταν Κούρδος. Γι' αυτό και η Λωξάντρα φώναξε τους «Κιούρτηδες» να κόψουν τα ξύλα της […] και έφτασαν οι Κούρδοι […] με αστραφτερούς μπαλτάδες ακονισμένους καλά, να κόψουνε τα ξύλα
- Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 41.
- ※ […] ο ξυλοκόπος ήταν Κούρδος. Γι' αυτό και η Λωξάντρα φώναξε τους «Κιούρτηδες» να κόψουν τα ξύλα της […] και έφτασαν οι Κούρδοι […] με αστραφτερούς μπαλτάδες ακονισμένους καλά, να κόψουνε τα ξύλα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)