μπαλωματής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαλωματής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαλωματής αρσενικό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπαλώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαλωματής
|