μπαμπάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαμπάκι < βαμβάκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαμπάκι ουδέτερο
- άλλη μορφή του βαμβάκι
[επεξεργασία]
- μπαμπακερός, -ή, -ό
- μπαμπακένιος, -ια, -ιο
- μπαμπακιά
- μπαμπακιάζω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μπαμπάκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαμπάκι
→ δείτε τη λέξη βαμβάκι |