μπανάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπανάκι | τα | μπανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπανάκι | τα | μπανάκια |
κλητική | μπανάκι | μπανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπανάκι < υποκοριστικό του μπάνιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπανάκι ουδέτερο
- (οικείο) το λουτρό
- ψυχούλα μου, ήρθε η ώρα να πάμε να κάνουμε ένα μπανάκι!
- (οικείο) η κολύμβηση
- κάνει πολλή ζέστη, λέω να πάω για κανα μπανάκι