μπανανόφλουδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπανανόφλουδα θηλυκό
- η φλούδα της μπανάνας, ιδιαίτερα όταν λείπει ο φαγώσιμος καρπός
- (μεταφορικά) η παγίδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπανανόφλουδα
|