μπανανόψωμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπανανόψαρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπανανόψωμο τα μπανανόψωμα
      γενική του μπανανόψωμου των μπανανόψωμων
    αιτιατική το μπανανόψωμο τα μπανανόψωμα
     κλητική μπανανόψωμο μπανανόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φέτες μπανανόψωμου

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπανανόψωμο (νεολογισμός) < μπανάν(α) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπανανόψωμο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]