μπανκιέρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπανκιέρης < μπάγκα + -ιέρης < ιταλική banca < πρωτογερμανική *bankiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeg-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπανκιέρης αρσενικό
- (χαρτοπαιξία) άλλη μορφή του μπαγκαδόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπανκιέρης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιέρης (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)