μπαντάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπατάρω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαντάρω < ιταλική badare (φροντίζω)[1] < μεσαιωνική λατινική bado

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /banˈda.ro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐ντά‐ρω

Ρήμα[επεξεργασία]

μπαντάρω (παθητική φωνή: μπαντάρομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Πολλά λεξικά (μπαντάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, μπαντάρωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα), Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. ) το ετυμολογούν από το ιταλικό ρήμα *bandare < banda (επίδεσμος), όμως σε έγκυρα λεξικά της ιταλικής δεν βρίσκεται ρήμα bandare αλλά badare (badare - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).)