μπανταβός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Δείτε επίσης: Μπανταβάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπανταβός η μπανταβή το μπανταβό
      γενική του μπανταβού της μπανταβής του μπανταβού
    αιτιατική τον μπανταβό την μπανταβή το μπανταβό
     κλητική μπανταβέ μπανταβή μπανταβό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπανταβοί οι μπανταβές τα μπανταβά
      γενική των μπανταβών των μπανταβών των μπανταβών
    αιτιατική τους μπανταβούς τις μπανταβές τα μπανταβά
     κλητική μπανταβοί μπανταβές μπανταβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπανταβός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.daˈvos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐ντα‐βός

Επίθετο[επεξεργασία]

μπανταβός, -ή, -ό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]