μπαξίσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαξίσι τα μπαξίσια
      γενική του μπαξισιού των μπαξισιών
    αιτιατική το μπαξίσι τα μπαξίσια
     κλητική μπαξίσι μπαξίσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαξίσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bahşiş + < περσική بخشش (baχşiş)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /baˈksi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐ξί‐σι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαξίσι ουδέτερο

  • χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον για να κάνει μια εξυπηρέτηση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]