μπαράζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαράζ ουδέτερο άκλιτο
- παρόμοιες δράσεις ή ενέργειες, η μία μετά την άλλη
- καταιγισμός
- μπαράζ προστίμων
- καταβολή μεγάλης προσπάθειας, λίγο πριν από την τελική επίτευξη ενός στόχου
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
- (αθλητισμός) αγώνας μπαράζ: αγώνας ανάμεσα σε δύο ισόβαθμες ομάδες, για το ποια θα προκριθεί στην επόμενη φάση μιας αθλητικής διοργάνωσης ή θα ανέβει κατηγορία
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπάρα