μπαρμπάτσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαρμπάτσι τα μπαρμπάτσια
      γενική
    αιτιατική το μπαρμπάτσι τα μπαρμπάτσια
     κλητική μπαρμπάτσι μπαρμπάτσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαρμπάτσι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαρμπάτσι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό): αυτός που φοράει κοντοβράκα, ο κοντοβρακάς που αφήνει γυμνές τις γάμπες του (στη μικρασιατική διάλεκτο)
    φαίνεται πως τα μπαρμπάτσια της Σμύρνης ξεχώριζαν για την ομορφιά τους, όπως μαρτυρά σχετικό σμυρναίικο τραγούδι:
    τση Σμύρνης τα μπαρμπάτσια στη Ρόδο αράξανε / τάδαν οι Ροδοπούλες κι αναστενάξανε
  2. (ιδιωματικό) αφεντικό
    Οι Μαρουσιώτες αποκαλούνται μεταξύ τους Μπαρμπάτσια, από τη λέξη «μπαρμπάτσι» που θα πει αφεντικό (Το ήξερες ότι... - Ένα θέμα που πρέπει όλοι οι Αθηναίοι να διαβάσουν!, athensmagazine.gr, 22 Νοεμβρίου 2016)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

  • Ρουμάνικο όνομα, από τη ρουμάνικη λέξη bărbaţii (άνδρες, πληθυντικός του bărbat - άνδρας)
    ※  Εν τω μεταξύ, μετά τον Ουτσίκοφ, παίκτης της ομάδας πρέπει να θεωρείται και ο Ρουμάνος Μάριο Μπαρμπάτσι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]