μπαρμπακάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαρμπακάνα | οι | μπαρμπακάνες |
γενική | της | μπαρμπακάνας | — | |
αιτιατική | την | μπαρμπακάνα | τις | μπαρμπακάνες |
κλητική | μπαρμπακάνα | μπαρμπακάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαρμπακάνα < γαλλικό barbacana
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαρμπακάνα θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) (και μπαρμπακάς): προτείχισμα, προμαχώνας
- τρύπα σε τοίχο (όπως τοίχο αντιστήριξης) για την απορροή των νερών
- ※ Μπαρμπακάνα ονομάζουμε την τρύπα η οποία υπάρχει στον τοίχο αντιστήριξης και έχει σα σκοπό την απορροή των υδάτων , που υπάρχουν πίσω απ' αυτόν (ΜΠΑΡΜΠΑΚΑΝΑ, simigis.blogspot.com)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)