μπαρμπακάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαρμπακάς οι μπαρμπακάδες
      γενική του μπαρμπακά των μπαρμπακάδων
    αιτιατική τον μπαρμπακά τους μπαρμπακάδες
     κλητική μπαρμπακά μπαρμπακάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαρμπακάς < βενετσιάνικο barbacan

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαρμπακάς αρσενικό

  • (στρατιωτικός όρος) (και μπαρμπακάνα) προτείχισμα, προμαχώνας
    (επιγραφή στο Άγιο Όρος) «Ετος ΖΜΒ' (= 1534) ετελειώθη ο πύργος και ο μπαρμπακάς» (Εικονογραφημένα χειρόγραφα: Μονή Μεγίστης Λαύρας, Μονή Παντοκράτορος, ..., Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών (Θεσσαλονίκη, Ελλάς), Εκδοτική Αθηνών, 1991)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]