μπαρμπαρέσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαρμπαρέσα | οι | μπαρμπαρέσες |
γενική | της | μπαρμπαρέσας | — | |
αιτιατική | την | μπαρμπαρέσα | τις | μπαρμπαρέσες |
κλητική | μπαρμπαρέσα | μπαρμπαρέσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαρμπαρέσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαρμπαρέσα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) σχοινί πλοίου με το οποίο προσδένονται άλλα σχοινιά ή σχοινί / αλυσίδα στερεωμένο στο κατάστρωμα από τη μια άκρη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαρμπαρέσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)