μπαρουτίλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαρουτίλα | οι | μπαρουτίλες |
γενική | της | μπαρουτίλας | — | |
αιτιατική | την | μπαρουτίλα | τις | μπαρουτίλες |
κλητική | μπαρουτίλα | μπαρουτίλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαρουτίλα < μπαρούτ(ι) ή -η + -ίλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαρουτίλα θηλυκό
- η οσμή του μπαρουτιού, της πυρίτιδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαρουτίλα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- μπαρουτίλα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)